κίττησις

κίττησις
κίττησις, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. κίσσησις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κίττησις — κίσσησις , κίσσησις fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίσσησις — κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [κισσώ (Ι)] 1. η ιδιομορφία τής όρεξης τών εγκύων, κίσσα* 2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”